- πρακτῷ
- πρακτόςthings to be donemasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζημιοπρακτώ — ζημιοπρακτῶ, έω (Α) επιβάλλω ποινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημία + πρακτώ (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. α πρακτώ, ευ πρακτώ] … Dictionary of Greek
περισσοπρακτώ — έω, Μ εισπράττω περισσότερους από τους οφειλόμενους φόρους, εισπράττω παράνομα φόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + πρακτῶ (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. ευ πρακτῶ] … Dictionary of Greek